- προεκλαμψία
- η, Νιατρ. τοξική κατάσταση τής εγκυμοσύνης που χαρακτηρίζεται από αυξημένη αρτηριακή πίεση, λευκωματουρία, ανώμαλη αύξηση βάρους και οιδήματα και η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εκλαμψία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek